σκοπόσημο

σκοπόσημο
το, Ν
ναυτ. στόχος χρησιμοποιούμενος κατά τη διάρκεια βολής με τα πυροβόλα τών πλοίων, ο οποίος μπορεί να είναι είτε πλωτό κατασκεύασμα, συρόμενο με πολύ μεγάλο συρματόσχοινο, είτε ακατοίκητη νησίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπός (II) + -σημο (< σήμα). Η λ., στον λόγιο τ. σκοπόσημον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σημάδι — το / σημάδιον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. σημείο, σήμα, ένδειξη (α. «έβαλα σημάδι για να θυμάμαι το μέρος» β. «κι ό,τι σημάδι θέλω δει να σού τό πω και σένα», Ερωτόκρ.) 2. στόχος για βολή, σκοπόσημο («δεν βλέπω καθαρά το σημάδι») 3. σωματικό γνώρισμα («πες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”